Theater Template

Περηφάνια και Προκατάληψη

Περηφάνια και Προκατάληψη

Συγγραφέας: Τζέιν Όστεν

Πρωτότυπη Διασκευή για το θέατρο: Ιόλη Ανδρεάδη & Άρης Ασπρούλης

Σκηνοθέτης: Ιόλη Ανδρεάδη

Συνθέτης/τρια Μουσικής: Κώστας Στεργίου

 

Ηθοποιοί (Ονοματεπώνυμο και ρόλος):

Ευγενία Δημητροπούλου – Ελίζαμπεθ Μπέννετ

Δημήτρης Μοθωναίος – Κύριος Ντάρσι

Αγησίλαος Μικελάτος – Κύριος Μπίνγκλεϋ

Ελεάνα Καυκαλά – Τζέην Μπέννετ

Κώστας Φαλελάκης – Κύριος Μπέννετ

 

Ημερομηνία/ες Ηχογράφησης:    29-30/9/2021

(Studio και συντελεστές ηχοληψίας):

Κώστας Στεργίου Κορρές Γεώργιος  

Syn Ena Recording Studio / Συν Ενα Recording Studio

 

Άλλοι συντελεστές:

Δραματολόγος: Μαριλένα Παναγιωτοπούλου

Εκτέλεση Παραγωγής: Πολιτιστικός Οργανισμός ΡΕΟΝ Α.Μ.Κ.Ε  / Ορέστης Τάτσης

 

*Το έργο παρουσιάστηκε πρώτη φορά στο Θέατρο Αλκυονίς την άνοιξη του 2020 σε παραγωγή των Θεατρικών Σκηνών.

 

ΠΕΡΙΛΗΨΗ ΤΟΥ ΕΡΓΟΥ:

Η ανεξάρτητη Ελίζαμπεθ και η αθώα Τζέιν, οι μεγαλύτερες κόρες της οικογένειας Μπένετ, προσπαθούν να ανακαλύψουν την ευτυχία και τον έρωτα μέσα στους κοσμικούς κύκλους της επαρχιακής Αγγλίας. Όταν στην μικρή τους πόλη φτάνουν για διακοπές δύο νεαροί και πλούσιοι αριστοκράτες, ο υπερόπτης κύριος Ντάρσυ και ο δανδής φίλος του, κύριος Μπίνγκλεϋ, η μικρή κοινωνία της περιοχής αναστατώνεται και ανάμεσα στις οικογένειες που έχουν ανύπαντρες κόρες αναπτύσσεται έντονος ανταγωνισμός για το ποιες θα κερδίσουν τους δυο περιζήτητους γαμπρούς. Ο περήφανος χαρακτήρας των ηρώων και οι κοινωνικές τους προκαταλήψεις, θα προκαλέσουν μια σειρά από παρεξηγήσεις, ματαιώσεις, αστείες και συγκινητικές στιγμές, πείσμα, μίσος, θυμό και απογοήτευση. Μέχρι τη στιγμή που η περηφάνια της μιας πλευράς και η προκατάληψη της άλλης θα υποχωρήσουν, μπροστά στον αληθινό, τον μεγάλο, τον ατόφιο έρωτα που γεννιέται όταν οι άνθρωποι συμφιλιωθούν με τον εαυτό τους και μπορούν να παραδεχτούν τα αληθινά τους συναισθήματα.

 

ΛΙΓΑ ΛΟΓΙΑ ΓΙΑ ΤΟ ΕΡΓΟ:

Το «Περηφάνια και Προκατάληψη» γράφτηκε το 1797 από την Τζέιν Όστεν σε ηλικία μόλις 22 ετών και παρόλα αυτά αποτελεί το δεύτερο σε σειρά δημοσίευσης έργο της, μετά το «Λογική και Ευαισθησία». Είναι το διασημότερο και επιδραστικότερο μυθιστόρημα της σπουδαίας βρετανίδας συγγραφέως, ωστόσο δημοσιεύτηκε για πρώτη φορά το 1813, δηλαδή 16 χρόνια μετά τη συγγραφή του, καθώς δεχόταν συνεχώς την απόρριψη των εκδοτικών οίκων της εποχής. Ο πρώτος τίτλος -και πολύ προφητικός για την ίδια τη συγγραφέα και τις απορρίψεις που υφίστατο- ήταν «Πρώτες Εντυπώσεις». Πέρα από κάθε ανάλυση, το «Περηφάνεια και Προκατάληψη» αποτελεί κυρίως μια σπουδή της μοίρας της γυναίκας σε μια κοινωνία όπως αυτή του 18ου αιώνα, οπού ήταν αδύνατο να αντιμετωπιστεί κοινωνικά με ίσους όρους, δηλαδή ως άνθρωπος με κρίση, απόψεις και επιλογές, χαρακτηριστικά που αποδίδονταν αποκλειστικά στους άντρες. Χαρακτηριστικότερο όλων το γεγονός ότι η ίδια η συγγραφέας αναγκαζόταν να υπογράφει τα περισσότερα από τα μυθιστορήματά της με αντρικό ψευδώνυμο για να βρίσκουν εκδοτικό αποδέκτη.

 

ΣΗΜΕΙΩΜΑ ΤΟΥ ΣΚΗΝΟΘΕΤΗ:

Η διασκευή αυτή της κλασικής νουβέλας της Τζέιν Όστεν «Περηφάνια και Προκατάληψη» που πραγματοποιήσαμε με τον Άρη Ασπρούλη και με τη συνδρομή της δραματολόγου Μαριλένας Παναγιωτοπούλου, γράφτηκε με γνώμονα τις ανάγκες του θεάτρου ως είδος και φόρμα έκφρασης, σε σχέση με την αφήγηση μιας ιστορίας. Ανάγκες ξεκάθαρα διαφορετικές από αυτές της λογοτεχνίας ή του σινεμά. Οι δύο στόχοι της διασκευής ήταν να επιτευχθεί – πρακτικά, θεατρικά – η σύνθεση μιας καθαρής ιστορίας, που συμπυκνώνει με εντελώς άλλο τρόπο τη μυθιστορηματική γραφή, προτάσσοντας για παράδειγμα την ανάγκη για εμβάθυνση στους χαρακτήρες, και, ταυτόχρονα, η συγκέντρωση στο «αυτί» του θεατή-ακροατή να επικεντρώνεται πάνω σε συγκεκριμένες πτυχές της ιστορίας. Αυτό οδήγησε στην επιλογή να κρατηθούν πέντε κεντρικοί χαρακτήρες από το πρωτότυπο, να αναπτυχθούν, να βαθύνουν και να αναπαρασταθούν, για να αφηγηθούν τον πυρήνα της ιστορίας του. Και μερικοί από τους υπόλοιπους κεντρικούς χαρακτήρες να μνημονεύονται όταν χρειάζεται, για να εξυπηρετούν τη νέα, θεατρική, αφήγηση. Έχει επιλεγεί μια έμφαση στην ερωτική ιστορία του κεντρικού ζευγαριού, της Ελίζαμπεθ Μπέννετ και του Κυρίου Ντάρσυ, σε παράλληλη ανάπτυξη τούς συντροφεύουν η Τζέιν Μπέννετ και ο Κύριος Μπίγκλεϋ, ενώ το ζευγάρι των γονέων Μπέννετ εκπροσωπείται εδώ από τον πατέρα, τον Κύριο Μπέννετ, ο οποίος συνδιαλέγεται με τη νεκρή πια Κυρία Μπέννετ με όχημα έναν πίνακα που την απεικονίζει, καταστρώνοντας από κοινού με αυτό τον σχεδόν μεταφυσικό / αναμνησιακό / εσωτερικό τρόπο τα σχέδιά τους για την αποκατάσταση των ανύπαντρων θυγατέρων τους. Η επιλογή αυτή πριμοδοτεί και την εμφάνιση τριών πτυχών του έρωτα: τον έρωτα μετ’ εμποδίων δυο πολύ περήφανων ανθρώπων (της Ελίζαμπεθ Μπέννετ και του Κυρίου Ντάρσυ), τον πιο αβίαστο, ρέοντα έρωτα δυο κλασικών innamorati (της Τζέιν Μπέννετ με τον Κύριο Μπίγκλεϋ) και τέλος τον έρωτα που δεν τελειώνει με το θάνατο του ενός, τον έρωτα που δεν πεθαίνει όταν πεθαίνει το σώμα, όπως λέει ο Όσκαρ Ουάιλντ (τον έρωτα του Κύριου Μπέννετ για τη γυναίκα του, όταν συνδιαλέγεται με την ανάμνηση της). Στη διασκευή επιλέχτηκαν προς εστίαση δύο πτυχές της πρωτότυπης ιστορίας της Τζέην Όστεν, οι οποίες έπειτα αναπτύχθηκαν και βάθυναν μέσα από τη σκηνοθεσία της παράστασης και τη συνεργασία με τους πέντε ηθοποιούς της. Πρώτη πτυχή, το χιούμορ. Ένα χιούμορ που ακουμπά στο βρετανικό φλέγμα, αλλά βασίζεται στην ελληνική ιδιοσυγκρασία. Η γλώσσα της διασκευής είναι αναπόφευκτα η ελληνική, ξεπερνώντας ωστόσο τη στενή γεωγραφική έννοια του όρου και επικοινωνώντας με το παγκόσμιο τοπίο ενός πολυδιαβασμένου, αξεπέραστου και επιδραστικότατου ανά την υφήλιο ερωτικού και κοινωνικού best seller. Δεύτερη πτυχή, ο βαθύς ερωτισμός. Ένας ερωτισμός που, τις πιο πολλές φορές, κρύβεται κάτω από τυπικές φράσεις, τις συζητήσεις περί ανθρώπινων «χαρακτήρων», τη σωματικότητα των ηθοποιών, τους χορούς τους, αλλά και κάτω από το ίδιο τους το χιούμορ. Κίνητρο για να ειπωθεί μεγάλο κομμάτι του κειμένου είναι η αγνή, ατόφια, ερωτική ενόρμηση.